- σεμνοδότειρα
- σεμνοδότειραgiver of glorious giftsfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεμνοδότειρα — ἡ, Α 1. αυτή που προσφέρει μεγαλοπρεπή δώρα («σεμνοδότειρα Φήμα», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι)] … Dictionary of Greek